- ἐνάρετοι
- ἐνάρετοςvirtuousmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
добродѣтельникъ — ДОБРОДѢТЕЛЬНИК|Ъ (1*), А с. То же, что добродѣтель2: мнози бо, добрѣ текѹще добродѣтелници и великимь ис правлениѥмь дивѹѥми, потокъшесѩ, внезапѹ падоша (ἐνάρετοι) ГА XIII–XIV, 97а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μελόδραμα — Βλ. λ. όπερα. * * * το 1. δραματικό έργο με συνδυασμό σκηνικής δράσης καθώς και φωνητικής και ενόργανης μουσικής 2. το σύνολο τής σχετικής παραγωγής ενός έθνους («το ιταλικό μελόδραμα») 3. θίασος ο οποίος παρουσιάζει αποκλειστικώς μελοδράματα 4.… … Dictionary of Greek
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek
τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… … Dictionary of Greek
Σοφιανός — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Νικόλαος. Κωδικογράφος, εκδότης και πρόδρομος του δημοτικιστικού κινήματος (Κέρκυρα 1500; Ρώμη μετά το 1552). Σπούδασε πιθανώς στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και υπηρέτησε ως βιβλιοθηκάριος των φιλελλήνων καρδινάλιων… … Dictionary of Greek
АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в … Православная энциклопедия
ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… … Православная энциклопедия